ζαχαροποιία

ζαχαροποιία
η
βιομηχανία κατασκευής ζάχαρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαροποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στον Άγγ. Βλάχο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζαχαροποιία — η παρασκευή ζάχαρης: Εργοστάσιο ζαχαροποιίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σακχαροποιία — η, Ν η ζαχαροποιία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακχαροποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Β. Π. Καλογερόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”